λεύκα ή λεύκη

λεύκα ή λεύκη
Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων δέντρων του γένους πόπουλος (Pupulus), της οικογένειας των ιτεϊδών ή σαλικιδών. Είναι φυλλοβόλα δέντρα, ύψους 15 μέχρι 20 μ., με λευκωπό φλοιό και φύλλα με πυκνό και λευκό χνούδι στην κάτω επιφάνεια. Από τα πιο αξιόλογα είδη, τα οποία συναντώνται στην Ελλάδα αυτοφυή ή καλλιεργούμενα, είναι το καβάκι, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Pupulus nigra (η αίγειρα των αρχαίων Ελλήνων), που αυτοφύεται στις όχθες των ποταμών, των λιμνών και γενικά σε υγρούς τόπους σε όλη την Ελλάδα. Μία ποικιλία της, η ιταλική, με χαρακτηριστικό πυραμιδοειδές σχήμα, φυτεύεται στους κήπους και στα πάρκα για καλλωπιστικούς σκοπούς και στα όρια των αγροκτημάτων και στους αγροτικούς δρόμους για διαμόρφωση δεντροστοιχιών. Άλλο κοινό στην Ελλάδα είδος είναι η αγριόλευκα Pupulus tremula, η οποία αυτοφύεται σε ορεινές, υγρές περιοχές της χώρας και έχει φύλλα γυαλιστερά πάνω, γλαυκόχροα κάτω, με λεπτό και μακρύ ποδίσκο, χάρη στον οποίο κινούνται εύκολα σε κάθε φύσημα του αέρα. Επίσης, καλλιεργούνται ευρωαμερικανικές λ., γνωστές κοινώς ως καναδικές λ., οι οποίες στην πραγματικότητα είναι υβρίδια ευρωπαϊκών και αμερικανικών ειδών που έχουν γρήγορη ανάπτυξη και καλής ποιότητας ξύλο (γι’ αυτό και καλλιεργούνται συστηματικά για την παραγωγή ξυλείας, χρήσιμης στη χαρτοποιία, στην επιπλοποιία, στην κιβωτιοποιία και στην κατασκευή σπίρτων). Τα δέντρα αυτά, τα οποία αναπτύσσονται γρήγορα σε δροσερά εδάφη, αλλά καλλιεργούνται και σε λιγότερο γόνιμα υγρά εδάφη που δεν είναι κατάλληλα για άλλες καλλιέργειες, είναι χρησιμότατα στη δασοκομία και στη γεωργία. Τα τελευταία χρόνια, οι λ., χάρη στο πολύτιμο και ελαφρό ξύλο τους, χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για την παραγωγή κυτταρίνης. Στην Ελλάδα συστηματικές καλλιέργειες λ. γίνονται κυρίως στη Μακεδονία. Μεγάλες δεντροστοιχίες με ευρωαμερικανικές λ. έχουν δημιουργηθεί σε πολλούς εθνικούς δρόμους της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης. Με τα ίδια είδη έχουν φυτευτεί επίσης σε μεγάλη κλίμακα τα αντιπλημμυρικά αναχώματα των ποταμών και των αποστραγγιστικών και αρδευτικών καναλιών στα παραγωγικά έργα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Κοπή δέντρων σε καλλιέργεια λεύκας στον Καναδά. Λεύκη η λευκή, ποικιλία λεύκας με πρασινόλευκα φύλλα και λευκωπό φλοιό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… …   Dictionary of Greek

  • λεύκα — λεύκα, η και λεύκη, η είδος φυλλοβόλου δέντρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λευκᾷ — Λευκή fem dat sg (doric aeolic) Λευκής masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκά — Λευκάς mountain deadnettle fem voc sg Λευκά̱ , Λευκή fem nom/voc/acc dual Λευκά̱ , Λευκή fem nom/voc sg (doric aeolic) Λευκά̱ , Λευκής masc nom/voc/acc dual (doric) Λευκής masc voc sg (doric) Λευκής masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκα — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.080 μ., 95 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τους νομούς Φωκίδος, Φθιώτιδος και Ευρυτανίας, 148 χλμ. ΒΑ του… …   Dictionary of Greek

  • Λεύκας — Λεύκᾱς , Λεύκη leprosy fem acc pl Λεύκᾱς , Λεύκη leprosy fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκας — λεύκᾱς , λεύκη leprosy fem acc pl λεύκᾱς , λεύκη leprosy fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκάν — Λευκά̱ν , Λευκή fem acc sg (doric aeolic) Λευκά̱ν , Λευκής masc acc sg (epic doric aeolic) Λευκής masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεύκαν — Λεύκᾱν , Λεύκη leprosy fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκαν — λεύκᾱν , λεύκη leprosy fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”